-
1 змея
-й, πλθ. змеи, змей θ.1. φίδι•гремучая змея ο κροταλίας•
очковая змея κόμπρα, νάγια•
ядовитая змея δηλητηριώδες φίδι•
его ужалила змея τον δάγκωσε το φίδι•
змея медячка τύ-φλωπας, τυφλίας.
2. άνθρωπος ύπουλος.3. επίρ. змей οφιοειδώς.εκφρ.-ю на груди отогреть, пригреть – κ.τ.τ. είναι σα να κρατάς φίδι στον κόρφο (για επικίνδυνο και αχάριστο). -
2 змея
1. зоол. о όφις, το φίδι 2. астр. о Όφις (Ουρά και Κεφαλή) (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > змея